- κράατι
- κράςheadneut dat sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμβαρύθω — ἐμβαρύθω (Α) 1. αισθάνομαι βάρος («κράατι δ ἐμβαρύθει») 2. (για οσμή) είμαι βαρειά, ενοχλητική … Dictionary of Greek